Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται
- Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται
Πολύ περηφανεύεται, γρήγορα ταπεινώνεται
– Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται
• Высоко поднялся, да низко опустился
• Чем выше летаешь, тем больнее падать
Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки).
2012.
Смотреть что такое "Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται" в других словарях:
υψώνω — ὑψῶ, όω, ΝΜΑ [ύψος] 1. σηκώνω ψηλά, εγείρω, ανεβάζω 2. μτφ. εξαίρω, εξυμνώ, επαινώ («ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «υψώνω φωνή» διαμαρτύρομαι έντονα β) «υψώνω την φωνή» μιλώ πιο δυνατά γ) «υψώνω την σημαία τής… … Dictionary of Greek
υψώνω — ύψωσα, υψώθηκα, υψωμένος 1. σηκώνω κάτι προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά: Ύψωσε το χαρταετό. 2. μτφ., ανεβάζω την αξία κάποιου, εξυψώνω, επαινώ, εγκωμιάζω: Όποιος πολύ υψώνεται, γρήγορα ταπεινώνεται (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)